δάκες

δάκες
δάκνω
bite
aor ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Δακία — Αρχαία χώρα, βόρεια του Δούναβη. Αντιστοιχούσε στη σημερινή Ρουμανία και σε ορισμένα εδαφικά τμήματα γειτονικών της κρατών. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν στην αρχή Γέτες και κατόπιν Δακοί Δάκες.Η γλωσσολογία επιβεβαίωσε την άποψη των αρχαίων, ότι… …   Dictionary of Greek

  • Dacians — See also: Dacia, Getae, and Thracians Statues of Dacians surmounting the Arch of Constantine[1] (i.e. southern side, left) The Dacians (Latin …   Wikipedia

  • Laonicus Chalcondyles — Laonicus (Laonikos) Chalcondyles (or Chalcocondylas, Greek: Λαόνικος Χαλκοκονδύλης) (c. 1423 ndash; 1490) was a Byzantine Greek scholar from Athens. The name is probably an anagram of Nicolaos. He was a Byzantine historian, son of Georgios and… …   Wikipedia

  • Laonikos Chalkokondyles — Early modern painting of Laonikos Chalkokondyles. Laonikos Chalkokondyles, latinized as Laonicus Chalcondyles (Greek: Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, from λαός people , νικᾶν to be victorious , an anagram of Nikolaos which bears the same meaning; c. 1423 …   Wikipedia

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Μαξιμίνος — (Maximinus). Όνομα δύο Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Μ. ο Θραξ (Γάιος Ιούλιος Βήρος, 173 – 238 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (235 38 μ.Χ.). Ήταν χωρικός και καταγόταν από γοτθική φυλή της Θράκης. Είχε δυνατή σωματική διάπλαση, έτσι ο αυτοκράτορας… …   Dictionary of Greek

  • Τραϊανός, Μάρκος Ούλπιος — (Marcus Ulpius Traianus, Ιταλική Ισπανία 53 – Σελινούς, Κιλικία 117). Ρωμαίος αυτοκράτορας, Ισπανικής καταγωγής. Ήταν ο πρώτος Ρωμαίος από επαρχία που ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Αφού πολέμησε ένδοξα στη Γερμανία και στην Ανατολή και έγινε… …   Dictionary of Greek

  • εὐπίδακες — εὔπιδαξ abounding in fountains masc nom/voc pl εὐπί̱δακες , εὐπῖδαξ masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίδακες — πί̱δακες , πῖδαξ spring fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”